- γνωμοδοτεῖ
- γνωμοδοτέωgive advicepres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic)γνωμοδοτέωgive advicepres ind act 3rd sg (attic epic doric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
γνωμονικός — γνωμονικός, ή, όν (Α) [γνώμων] 1. αρμόδιος να γνωμοδοτεί για κάτι 2. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα ηλιακά ρολόγια 3. το θηλ. ως ουσ. γνωμονική, η (Α γνωμονική) η τέχνη τής κατασκευής γνωμόνων, ηλιακών ρολογιών … Dictionary of Greek
εμπειρογνωμοσύνη — η 1. η ικανότητα να μπορεί να γνωμοδοτεί κανείς σε ειδικά θέματα εκ πείρας 2. γνωμάτευση, γνωμοδότηση από εμπειρογνώμονα … Dictionary of Greek
τουρκιά — Χώρα της εγγύς Ανατολής. Το ευρωπαϊκό τμήμα της συνορεύει με την Ελλάδα και τη Βουλγαρία και βρέχεται από το Αιγαίο Πέλαγος, τον Εύξεινο Πόντο και την Προποντίδα. Το ασιατικό τμήμα της συνορεύει με την Αρμενία, το Αζερμπαϊτζάν, τη Γεωργία, το… … Dictionary of Greek
Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα — Ιδρύθηκε το 1997 ως ανεξάρτητη διοικητική αρχή με δικό της προϋπολογισμό και γραμματεία. Αποστολή της είναι η εποπτεία της εφαρμογής του νομικού πλαισίου για την προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα. Πρόεδρός της είναι ανώτατος δικαστικός … Dictionary of Greek
δικαστήρια — Σύμφωνα με το ελληνικό Σύνταγμα (άρθρο 26) τα δ. ασκούν τη δικαστική λειτουργία του κράτους. Στην Ελλάδα, η δομή και η οργάνωση των δ. ρυθμίστηκε θεμελιωδώς, μετά τη σύσταση του Βασιλείου, από τον Οργανισμό των Δικαστηρίων και Συμβολαιογραφείων… … Dictionary of Greek
γνωμοδοτικός — ή, ό αυτός που είναι αρμόδιος να γνωμοδοτεί: Έχει γνωμοδοτικές αρμοδιότητες στην εταιρεία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)